Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Ομιλία Ειρήνης Γαβριλάκη στο Αρσάνι

Κυρίες και κύριοι,

χωρίς να είμαι παρούσα στη συνάντηση αυτή, είμαι, αγναντεύοντας τη θάλασσα που με κρατά στην ακτή.

Ευχαριστώ για την πρόσκληση, όμως, κι ας μην είμαι φιλόλογος, ίσως καθ΄ ύλην αρμόδια να μιλήσω για το βιβλίο του κ. Ντακάκη. Τιμή μου που μου ζητήθηκε να πω δυο κουβέντες. Καταπραϋντικό ανάγνωσμα, μια στιγμή δύσκολη. Γι΄ αυτό και το αποφάσισα. Είχα ανάγκη, φαίνεται να ξαναδιαβάσω το βιβλίο – τόπο του κ. Ντακάκη, αναζητώντας το δικό μου τόπο, τώρα που η παιδική μου ηλικία διακόπτεται τραυματικά και αναπάντεχα και ο χρόνος αποκτά την έννοια του πριν και του μετά.

Τώρα που ακούω κι εγώ αυτό το παράξενο βουητό, που όλο και δυναμώνει. Που από τη θάλασσα έρχεται κι αυτό και προμηνύει σεισμό, σαν κι αυτόν που τρόμαξε έναν από τους ήρωες του βιβλίου. Τον τρόμαξε, γιατί όλα έδειχναν ότι η θάλασσα έφευγε, τραβιότανε μέσα αφήνοντας γυμνό το βυθό και λακκούβες με νερό και ψάρια που, εγκλωβισμένα, χτυπιούνται. Κι εγώ σαν υπνωτισμένη παρακολουθώ τη θάλασσα να κινείται παίρνοντας μαζί της το ταξίδι των ανθρώπων που αγάπησα πολύ. Υπνωτισμένη, ωστόσο, από τα υπέροχα χρώματα των ψαριών που κολύμπησαν στις ζωές τους.

Άπνοια.
Γιατί οι εικόνες κόβουν την ανάσα και γιατί ο φόβος της διασάλευσης της τάξης, γίνεται μερικές φορές πελώριος. Τρόμος.

Περπάτησα το βιβλίο κι εγώ, με το ανάλαφρο και αεράτο βήμα του Μανούσου Συριδάκη και των δικών του. Διέτρεξα τα τοπία της πέτρας και των λόφων, του σταριού και των αμπελιών, του θανάτου και της γέννησης., φαινομένων που εντάσσονται στη ζωή και τον κοινωνικό κώδικά, ισότιμα, χωρίς φόβο ή πάθος κανένα άλλο, εκτός από το πάθος της ζωής.

Μετρώντας τους ανθρώπους – κρίκους των οικείων του, άγγιξα την καδένα από την οποία κρέμεται μια Κρήτη παλιότερη που είχα την τύχη να γνωρίσω αρκετά. Περιπλανήθηκα για ώρες με ανθρώπους που χόρεψαν, γέλασαν, έκλαψαν, φώναξαν, εναρμονισμένοι με το τοπίο και τη φύση, σαν τον Διόνυσο και όχι σαν τον Απόλλωνα. Σαφώς ούτε σαν τον Άρη, κι ας μπερδεύτηκαν σε βεντέτες και φονικά.

Αθώοι.
Απέναντι σε θεούς και ανθρώπους. Ένα με τους θεούς και τους ανθρώπους, μέρος του ρυθμού που διακατέχει και ορίζει τα πάντα, πριν από την αγωνία που έφερε μαζί της η αστικοποίηση γλυκαίνοντας τους ανθρώπους – παιδιά με τα παγωτά των καινούριων ψυγείων. Πριν από την ταχύτητα που χρειάστηκε η αστική κοινωνία για να περνάει λάθρα και γρήγορα τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, εκείνα που αποτελούν άτεχνες μεταφράσεις μιας γλώσσας απόλυτα προσαρμοσμένης, πριν, στις ανάγκες της επικοινωνίας και της περιγραφής του αληθινού. Πριν από την ταχύτητα που επέβαλε μια ασαφής και ωραιοπαθής Ευρώπη, πράγματι 50 χρόνια μπροστά και τουλάχιστον 1.000 χρόνια πίσω, στην οποία το σαρανταήμερο ταξίδι από τη ζωή στο θάνατο ή από το θάνατο στο θάνατο του Βερωνιανού θα μετριόταν με χιλιόμετρα και όχι με μαγικούς αριθμούς. Σαράντα μέρες, λοιπόν, όσες μέρες χρειάζεται η ψυχή να εγκαταλείψει το σπίτι και ο νεκρός να γίνει άγγελος και να ενταχθεί μια για πάντα στη σφαίρα των πανταχού παρόντων. Πριν από την ταχύτητα του τσιμέντου, των επιδοτήσεων, της μετανάστευσης.

Όταν το παιδί βρήκε τρία λευκά κορακάκια και τα πήρε για να παίζει, παιδί που παίζει με το κατεξοχήν σύμβολο του θανάτου, από πάντα, χωρίς να φοβάται, γιατί ανήκει σε μια κοινωνία που, ως αγροτική, είναι συνυφασμένη με το θάνατο και τη ζωή και γιατί σε μια τέτοια κοινωνία δεν υπάρχουν αντίθετα, αλλά αλληλοσυμπληρούμενα ζεύγη. Όταν ο ήρωας του παιδιού διαλέγει να πεθάνει ανάμεσα σε παιδιά κι εγγόνια, κοροϊδεύοντας με τη συνέχεια της ζωής το θάνατο. Όταν τα μέτρα βάρους αποτελούν απλώς συνεκδοχή του πολύ ή λίγο, του έχω ή δεν έχω. Όταν τα όνειρα ανήκαν και στη μέρα και βάραιναν το ίδιο με τις ειδήσεις. Όταν τα φαντάσματα κυκλοφορούν και τη μέρα. Όταν τα λουλούδια μιας ρόμπας μπορούν να προκαλέσουν αλλεργία. Όταν κάποιος που μπορούσε να σκοτώσει βασανιστικά, μπορούσε και να ανοίξει την αγκαλιά του στο μικρό ορφανό, γνωρίζοντας στο δέρμα του την κοινή μοίρα των ανθρώπων.

Εικόνες ισχυρότατες.
Εικόνες πανίσχυρες και καταιγιστικές. Αμφίσημες και εύγλωττες. Ονειρικές και πραγματικές ταυτόχρονα, γιατί οι άνθρωποι – παιδιά του χθες μπορούσαν να ονειρεύονται μέσα στην πραγματικότητα και να πραγματοποιούν όνειρα, γιατί όλα ήταν ρευστά και όμορφα, παιχνίδι στα χέρια των παιδιών με τα κορακάκια, των ανδρών που μεταφέρουν δομικά υλικά στις βράκες τους, των παιδιών που τρυπούν τα καρπούζια.

Εικόνες και λέξεις.
Η ποίηση της μεστής κρητικής διαλέκτου, που ευτυχώς, αφού δεν είμαι φιλόλογος, μπορώ να την ακούω να περιγράφει απλά και ρυθμικά τα διάφορα πράγματα και τις καταστάσεις, ίσως επειδή ήταν απλές και ρυθμικές και οι περιστάσεις και τα πράγματα και η ζωή – θάνατος.

Ξέρετε, κυρίες και κύριοι, εγώ δεν είμαι από την Κρήτη. Γεννήθηκα στον Πειραιά του ΄60. και η μητέρα μου, είναι από την Κόρινθο του τέλους της δεκαετίας του ’30. Οι παππούδες μου γεννήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. και τα παιδιά μου γεννήθηκαν γύρω στο ’90. Κουβαλάω λοιπόν εικόνες από όλη αυτήν την Ελλάδα που έφτασε σε μένα ως μύθος, ως εικόνα, ως όραμα, ως όνειρο, ανάλογα με την εκφραστική δεινότητα εκείνου που κάθε φορά διηγούνταν όνειρα ή περιέγραφε γάμους και κηδείες ή έδινε μαγειρικές συνταγές ή επαναλάμβανε οικογενειακές ιστορίες και πλάκες ή περιέγραφε τύπους ή έκρινε συμπεριφορές, αναπτύσσοντας παράλληλα τι συγχωρούνταν και τι όχι.

Θυμάμαι τις γυναίκες της οικογένειάς μου να συζητάνε την ώρα του πρωινού καφέ και το απόγευμα, την ώρα του εργόχειρου. Θυμάμαι που κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να μας αποκλείσει ως παιδιά από τα δύσκολα. Θυμάμαι τους λόγους που έκαναν τη μάνα μου να μη σκεφτεί ποτέ να βάλει τον παππού μου σε γηροκομείο. Θυμάμαι που στα σπίτια αφηνόταν σκόπιμα μια προεξοχή στο θεμέλιο, για να κάθονται έξω οι άνθρωποι και να κουβεντιάζουν.

Χάρηκα το βιβλίο, κύριε Ντακάκη. Χάρηκα που αναγνωρίζω τις εικόνες της Κρήτης σας, έτσι που είναι όμοιες με τις εικόνες του Πειραιά μας και της Κορίνθου μας. Χαίρομαι που έχω τη γλώσσα για να τις περιγράφω και που η ψυχή μου λειτουργεί ώστε να τις εκτιμώ και να τις διατηρώ. Λυπάμαι που φεύγουν οι άνθρωποι της οικογενείας μου που μου έμαθαν αυτές τις εικόνες, τις οποίες τώρα έχω ως έρεισμα. Χαίρομαι που ακούω κάποιες από τις λέξεις που ταιριάζουν με αυτές τις εικόνες να υπεισέρχονται στο λεξιλόγιο των παιδιών μου. Μέσα από αυτές και μέσα από τις οικογενειακές ιστορίες, αισθάνομαι ότι εξακολουθούν να υπάρχουν και οι άνθρωποι που δε ζουν πια.

Γλυκόπικρο το βιβλίο αυτό. Γλυκόπικρο και μαλακό, ρυθμικό και ανθρώπινο, ακροβατικό. Φυσικό. Νοσταλγικό και αληθινό και ήμερο. Αισιόδοξο.
Πώς να τρομάξει, εξάλλου, κάποιος που ξέρει να εξηγήσει τους στίχους του ριζίτικου γεύεσαι, γιε μου, γεύεσαι, χαροκοπάς και πίνεις κι οι Τούρκοι σε κυκλώσανε. Μην προσβληθείς, υγιέ μου ή που ξέρει να φιλοξενεί και να φιλοξενείται σαν επικός ήρωας?

Το τοπίο της ψυχής των ανθρώπων και το τοπίο-χώρος.
Σκεφτόμουν διαβάζοντας το βιβλίο, ότι στην περιοχή στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία σήμερα ζουν πολλοί από άλλες περιοχές, από άλλες χώρες, από άλλες γλώσσες. Σκεφτόμουν ότι κι αυτοί, όπως κι εμείς, έχουν στο μυαλό τους εικόνες ανάλογες της χώρας τους. Κι αυτοί, όπως κι εμείς, θα αναζητούν ομοιότητες των εικόνων τους με την πραγματικότητα και θα πληγώνονται, όπως εμείς, γιατί η παιδική ηλικία και των χωρών, όπως και των ανθρώπων τελειώνει. Φαντάζομαι ότι για κάποιους από αυτούς, όπως και για μας, κάποιες εικόνες θα είναι τραυματικές και νοσταλγικές. Φαντάζομαι πως δεν θα ξέρουν που να ακουμπήσουν, τρομαγμένοι με την Ελλάδα που είναι 50 χρόνια μπροστά από τις πατρίδες τους και 1.000 χρόνια πίσω από την πατρίδα που κουβαλάνε στην ψυχή τους. Υποθέτω ότι θα φέρουν το βαρύ φορτίο των απόντων δικών τους, όπως κι εμείς. Όλοι, κι αυτοί κι εμείς, λίγο πολύ ξένοι στο τοπίο που μας περιβάλλει σήμερα, το λίγο ασαφές. Αισθάνομαι, αισθάνθηκα, καθώς διάβαζα το βιβλίο, ότι περπατάμε κι αυτοί κι εμείς και τα παιδιά μας σε ένα έρημο τοπίο με λόφους από άμμο που αλλάζουν σχήμα καθώς μεγαλώνουμε ή καθώς περπατάμε για να φτάσουμε αβέβαιους στόχους ή κοινούς τόπους και όλο απομακρυνόμαστε από τα τοπία του νου μας.

Δε θέλω να σας κουράσω. Σας προτρέπω να διαβάσετε το βιβλίο, να απολαύσετε την προσεγμένη έκδοση των Εκδόσεων Καλαϊτζάκη και να χαθείτε, όπως κι εγώ, στην ονειρική τοιχογραφία που διάλεξε η εξαιρετική κ. Νταντή ως εξώφυλλο. Ένα ταξίδι είτε προς την έρημο είτε προς τον κήπο της ρωμαϊκής τοιχογραφίας είναι χάρη Θεού, γιατί μαζί μας ταξιδεύουν όλοι. Συνεχώς. Πιστεύω ότι στο τέλος του ταξιδιού, η ψυχή μας θα γίνει άγγελος, γιατί θα έχει έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους. Αυτούς που έχουμε κι αυτούς που κρατάμε μέσα μας, αυτούς που συναντάμε και αυτούς που ξέρουμε, αυτούς που μας είπαν παραμύθια παλιότερα.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Ειρήνη Γαβριλάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: