Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Oμιλία Μυγιάκη Κώστα στο Αρσάνι

Για το Νίκο Ντακάκη και το έργο του μίλησαν οι προηγούμενοι από μένα ομιλητές. Εκτενέστατα, εμπεριστατωμένα και με σαφήνεια ανέλυσαν το βιβλίο «Όπως τ’ όνειρο» που παρουσιάζουμε σήμερα. Έτσι κι εγώ είπα να πρωτοτυπήσω. Αντί ν’ αναφερθώ στην κυρίως ιστορία του βιβλίου, θ’ ασχοληθώ με επιμέρους στοιχεία όπως ο ποταμός ο Βρυσιδιώτης και το Μοναστήρι τ’ Άι Γιώργη, όπως ονομάζει προφανώς το Αρσάνι, που μας κάνει την τιμή να μας φιλοξενεί απόψε.
Μέσα στην εξέλιξη του μύθου αυτά τα στοιχεία από πρώτη ματιά φαίνονται δευτερεύοντα. Κι όμως δεν είναι. Ο συγγραφέας έχει πιάσει το νόημα της εποχής λίγο πριν τον πόλεμο, λίγο μετά, στην οποία αναφέρεται. Πράγματι η γενιά μας και οι παλιότερες γενιές γνώρισαν την αξία τού φυσικού αγαθού που λέγεται νερό. Καμιά σύγκριση με την εποχή που ζούμε. Σήμερα το κατασπαταλούμε και του φερόμαστε σχεδόν εχθρικά. Σε μια εποχή που το νερό ήταν ελάχιστο ή σχεδόν ανύπαρκτο, φυσικό είναι οι άνθρωποι να του αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία. Όταν προσπαθούσανε να τ’ αντλήσουν από ξεροπήγαδα δεκαπέντε και είκοσι οργιές βάθος με το μαγκάνι και τη σβίγα και πάλι αδειάζανε τα πηγάδια με τη λαΐνα είναι να μην το θεοποιούν; Ειδικά σε αγροτικές κοινωνίες που τα καιρικά φαινόμενα αποτελούσαν καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της ζωής.
«Εύφορος τόπος το Καμποχώρι», λέει στην αρχή κιόλας του βιβλίου του ο συγγραφέας. «Και ξερό ξύλο να φύτευες, γινότανε. Μόνο που δεν είχε νερό». Μ’ αυτά τα λόγια προσπαθεί να μπάσει ο συγγραφέας τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής. Με λόγια απλά, καθημερινά. Με εικόνες αλλού τόσο ζωντανές κι αλλού ανάγλυφες σαν κάδρο. Με λόγο που τρέχει σαν το καθάριο νερό του Βρυσιδιώτη. Με φράσεις προσεγμένες, μικρές και κοφτές σαν την ανάσα. Δεν μπορώ ν’ αποφύγω τον πειρασμό και θα σας διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο και συγκεκριμένα από τη σελίδα 14 που αναφέρεται στον ποταμό.
«Τι ποταμός δηλαδή, ένα μικρό ρυάκι ήτανε. Ήτανε δεν ήτανε τρία μέτρα η κοίτη του. Άρχιζε να τρέχει με τα πρωτοβρόχια θολό νερό, πότε-πότε φούσκωνε κιόλας κι ύστερα κατά το Δεκέμβρη έτρεχε καθαρό γάργαρο νερό, που σου ‘ρχότανε να πίνεις και να μη χορταίνεις. Ο Βρυσιδιώτης ήτανε που ΄δινε ζωή στο Καμποχώρι. Κι όχι μόνο στο Καμποχώρι, μα και στο Αρέστι και το Μαχαλεύρι, τα απέναντι χωριά, που φτάνανε τα περβόλια τους στην ανατολική όχθη του Βρυσιδιώτη .
Έδινε ζωή στο κατωμέρι ο Βρυσιδιώτης. Κι όχι μόνο σ’ αυτά τα χωριά, μα και στα πιο πάνω, τα Λουτρά και τη Θειάνα. Κι ύστερα πάλι πιο κάτω, δρόσιζε το Μοναστήρι τ’ Αϊ Γιώργη, που ‘ναι κτισμένο στο γκρεμνό πάνω από το Βρυσιδιώτη.
Νερό κατέβαζε, ζωή έδινε στον τόπο τον ευλογημένο ο Βρυσιδιώτης. Μα από το Μάη μήνα, άρχιζε το νερό και λιγόστευε. Αρχές Ιούνη ίσα που ΄τρεχε και πριν μπει ο Ιούλης, στέρευε εντελώς. Είχανε φτιάξει τα γύρω χωριά και μια δεσά, ένα μικρό ανάχωμα δηλαδή, είχανε φτιάξει κι ένα χωμάτινο αυλάκι για να φέρνει το νερό στα περβόλια. Είχανε ορίσει και νερουλά, να διαφεντεύει το λίγο νερό, που κι αυτό μέχρι τον Ιούλιο στέρευε. Μ’ ακόμη και τότε, κάτω από το Μοναστήρι τ’ Αϊ Γιώργη, ποτέ της δε στέρευε μια φλέγα, που ‘τρεχε ένα δάχτυλο νερό δροσερό και καθάριο κι έπεφτε από ένα μικρό μπρούτζινο αυλακάκι, σα βρυσούλα. Γι αυτό το λέγανε Βρυσίδι κι από κει πήρε τ’ όνομά του ο ποταμός, ο Βρυσιδιώτης».
Τότε αρχίζανε και τα βάσανα του χωριού. Μια αέναη μάχη στο κυνήγι του νερού και της ζωής που ήτανε άμεσα συνδεμένη μ’ αυτό.

Σημαντικός παράγοντας στην περιοχή ήτανε και είναι το Μοναστήρι τ’ Άι Γιώργη. Και σαν τέτοιον τον αναδεικνύει ο συγγραφέας. Με μυθιστορηματικό τρόπο, ιστορικά όχι και τόσο ακριβή, αλλά «λογοτεχνική αδεία», αναφέρεται στην ανέγερση της Μονής και στην απόκτηση της περιουσίας της. Παρ’ όλ’ αυτά την εντάσσει απόλυτα πραγματικά, θα έλεγα, στην κοινωνική και την οικονομική ζωή τής ευρύτερης περιοχής.
Το Μοναστήρι είναι αυτό που θα δώσει δουλειά στους κατοίκους των γύρω χωριών, αυτό θα περιθάλψει φτωχούς και άστεγους, στον Ηγούμενο και τους καλογέρους θα τρέξουν για συμβουλή και συμπαράσταση στην κάθε αναποδιά. Ακόμη και στο ζήτημα του νερού, του τόσο δυσεύρετου και πολύτιμου για το χωριό, ο πατέρας Αγαθάγγελος είναι που με τη συνηγορία του θα βοηθήσει αποτελεσματικά στο να κατεβεί το νερό από το Αρκάδι και να ξεδιψάσουν άνθρωποι και ζώα.
Σ’ ένα βιβλίο που τα ονόματα των ηρώων και των χωριών είναι όλα παραλλαγμένα, δεν είναι τυχαίο που το μόνο όνομα που δεν παραλλάσει είναι του πατέρα Αγαθάγγελου. Κι αυτό επειδή κατά τη γνώμη μου το θεωρεί εξαιρετικά σημαντικό.
Ας δούμε όμως πώς παρουσιάζει το Μοναστήρι στη σελίδα 171
«Στ’ αριστερά του δρόμου κτισμένο, πάνω στο γκρεμό, φαντάζει σαν κάστρο. Πρώτα ξεχωρίζει ένα τείχος μικρό που ενώνει δυο κτίρια. Μια μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα που καταλήγει σε καμάρα, κρύβει τη μεγάλη στρωμένη με πέτρα αυλή. Στα δεξιά οι ξενώνες, για τους εργάτες και τους φαμέγιους, που δεν είχαν πού να κοιμηθούνε. Στ’ αριστερά, οι στάβλοι μέχρι πιο έξω κοντά στο δρόμο, που ήτανε και το άλλο πηγάδι, το μοναστηρικό, κλεισμένο με πέτρινο κουβούκλι κι ύστερα το λιοτρίβι κι οι αποθήκες δίπατες κι η μεγάλη τραπεζαρία για τους εργάτες. Συνεχόμενα, λίγο πριν φτάσει κανείς στην εκκλησία, να κοιτάζει την ανατολή η τραπεζαρία για τους καλογέρους. Και με θέα ανατολική και βορινή το γουμενικό. Στη μέση της αυλής το πηγάδι, σκεπασμένο κι αυτό με πέτρινο κουβούκλι κι από μπροστά ανοιχτό, για να φαίνεται η σβίγα, με περασμένο το σχοινί και δεμένο τον κουβά, για να τραβούνε το νερό. Στο τέλος της αυλής η εκκλησία. Μεγάλη, τεράστια, επιβλητική. Έχει κι ένα τρούλο μεγάλο. Δίπατο καμπαναριό, πέτρινο σκαλιστό, με κάτω δυο καμπάνες, μεγάλες και βαριές. Αυτές τις κτυπούσανε μόνο στις λειτουργίες, στις σκόλες και τα πανηγύρια. Πιο ψηλά, είχε μια καμπάνα μικρή με ψιλό ήχο.
–Ντιν, Ντιν, Ντιν.»
Κι ο Άγιος της Μονής, ο Άγιος της περιοχής, ο Άι Γιώργης ο καβαλάρης, έστεκε φύλακας και προστάτης του Μοναστηριού, δίκαιος κριτής και παραστάτης. Ακόμη κι όταν ένας από τους εργάτες παρασπόνδησε κι έκλεψε ελιές από το Μοναστήρι, ο ίδιος ο Άγιος τον βοήθησε και μια και δυο φορές. Μα σαν είδε πως πήγε να το πάρει συνήθεια «μην το ξανακάνεις», του ’πε μόνο κι αυτός το μετάνιωσε και πήγε και το εξομολογήθηκε.
Κανείς δεν τ’ αποφάσισε ποτέ να τα βάλει με το Μοναστήρι και τους καλογέρους του. Κι οι Τούρκοι το σεβάστηκαν κι οι Γερμανοί δεν το πείραξαν. Άμεσα βέβαια, γιατί σκοτώνοντας τους άντρες στα χωριά και ρημάζοντας τα σπίτια, έμμεσα την πλήρωσε και το Μοναστήρι. «Άνοιξε τους ξενώνες, βάλανε χέρι στη μεγάλη μάνα και τις αποθήκες οι καλογέροι και στήσανε συσσίτιο», αναφέρει στη σελίδα 179 του βιβλίου του ο Νίκος Ντακάκης. Και δεν είναι ψέματα. Χωρίς την ουσιαστική βοήθεια του Μοναστηριού είναι σίγουρο πως θα υπήρχε ακόμη μεγαλύτερη εξαθλίωση, ακόμη μεγαλύτερες απώλειες. Ενώ με τη βοήθεια του Μοναστηριού και τ’ Άι Γιώργη σταθήκανε στα πόδια τους, παραφτιάξανε τα καμένα τους σπίτια και τα κατοικήσανε πάλι.
Δε θέλω να καταχραστώ την ευκαιρία και να σας κουράσω περισσότερο. Τούτο μόνο θέλω να πω. Το βιβλίο «Όπως τ’ όνειρο» που παρουσιάζουμε σήμερα είναι γεμάτο από εικόνες κι ιστορίες αληθινά δοσμένες, μ’ ένα τρόπο που γίνεται εύκολα κατανοητός από τους νεότερους και γυρνά πίσω τη μνήμη στους παλιότερους.
Νομίζω πως δεν είχα άδικο επιλέγοντας ν’ ασχοληθώ με επιμέρους στοιχεία του βιβλίου όπως είναι ο ποταμός ο Βρυσιδιώτης και το Μοναστήρι τ’ Άι Γιώργη, αφού ο ίδιος ο συγγραφέας τους δίνει μεγάλη βαρύτητα.
Τελειώνοντας θα διαβάσω ένα ακόμη απόσπασμα από τη σελίδα 179 κι αυτό σχετικό με το Μοναστήρι.
«Κάνανε ναρκοπέδια οι Γερμανοί τους κάμπους και δεν μπορούσε να πλησιάσει κανείς, ούτε οι καλογέροι. Γεμίσανε σκοπιές τον Κονίδι, πάνε και τ’ αμπέλια. Δεν είχανε τόπο να βοσκήσουνε τα κοπάδια, τα σφάξανε κι αυτά. Και πάνω που είχε αδειάσει το μοναστήρι από τις χήρες και τα ορφανά, φέρανε οι Γερμανοί πάνω από διακόσιους Ιταλούς. Είχε χαλάσει η συμμαχία τους και τους είχανε αιχμαλώτους. Τους φέρανε και τους παρατήσανε. Ούτε φαΐ τους δίνανε, ούτε τίποτα. Μόνο τους φυλάγανε, μη φύγουνε. Στήσανε οι καλογέροι πάλι τα συσσίτια, μέχρι που δεν έμεινε τίποτα στο μοναστήρι. Όταν δεν είχανε πια τίποτα να τους ταίσουνε:
-Θα πεθάνουνε της πείνας, είπε ο γούμενος στους Γερμανούς.
-Περιμένω διαταγές, του είπε, ο Λοχίας.
Τους πήρανε σε λίγες μέρες.
-Θα τους βάλομε σε καράβι και θα τους πάμε στην Ιταλία, είχε πει ο Γερμανός, ο Λοχίας.
Ήρθε το καράβι κάτω στο γιαλό, στου Σταυρού την παραλία κι άραξε ανοικτά. Δυο γερμανικά πλοία πολεμικά, στέκανε πιο μέσα. Τους βάλανε σε βάρκες και τους πήγανε στο καράβι. Είχανε κατεβεί κι οι ντόπιοι στον κάμπο και χαζεύανε. Μόλις τους ανεβάσανε στο καράβι κι ανοιχτήκανε ακόμη λίγο, αρχίσανε να τους βάζουνε τα γερμανικά πλοία τα πολεμικά. Βούλιαξε το καράβι και πνιγήκανε όλοι οι Ιταλοί.
Γέμισε η παραλία μέχρι πέρα, πνιγμένους. Αγγαρεία βάλανε οι Γερμανοί, τους ντόπιους για να τους θάψουνε.
Όταν φύγανε οι Γερμανοί, παίζανε οι καμπάνες. Μέρα και νύκτα κάνανε δοξολογίες στο μοναστήρι τ΄ Αι Γιώργη, που ήτανε πια φτωχό. Άδειες οι αποθήκες τους, άδειοι κι οι στάβλοι. Μόνο λίγο λάδι και λίγο κρασί τους είχε μείνει. Ρημαγμένα τα κτίρια. Άφαντοι κι οι εργάτες κι οι φαμέγιοι».
«Δεν ξαναπήρε πάνω του το Μοναστήρι». «Ακουγότανε πάλι πως θα μοιράσουνε τις περιουσίες του Μοναστηριού. Φαμέγιοι δεν πηγαίνανε πια και για εργάτες δεν είχανε να πληρώσουνε. Μόνο όσο δουλεύανε οι ίδιοι». «Ο Άι Γιώργης είναι καβαλάρης, είπε ο Γούμενος που δεν τα έχανε εύκολα…» Είναι κάποιες εκφράσεις από το «Όπως τ’ όνειρο». Και φαίνεται πως δεν είχε άδικο. Με τον καιρό όλα φτιάξανε. Κι οι συνθήκες διαβίωσης βελτιωθήκανε και τα χωριά ξαναζωντανεύουνε και το Μοναστήρι στέκει εδώ περήφανο και μας φιλοξενεί απόψε.

Σας ευχαριστώ
Μυγιάκης Κώστας

Δεν υπάρχουν σχόλια: